σημειωδῶς

σημειωδῶς
σημειώδης
remarkable
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σημειώδης — ῶδες, Α [σημεῑον] 1. αξιόλογος, σημαντικός 2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον 3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος. επίρρ... σημειωδῶς Α αξιοσημείωτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”